"Κι αν ο Σωκράτης ζούσε σήμερα;"
- emotsianou
- 16 Ιουν
- διαβάστηκε 4 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 18 Ιουν

Με αφορμή μία κουβέντα που έκανα πρόσφατα με κάποια φίλη σχετικά με τη σιγουριά κάποιων ανθρώπων - ειδικών σε κάτι ή μη ειδικών- ξαναγύρισα στην Απολογία του Σωκράτη[1] και στην αντίδραση του Σωκράτη στον χρησμό του μαντείου των Δελφών. Ζώντας λοιπόν σε μια χώρα, όπου η βεβαιότητα και η απουσία της έννοιας της αμφιβολίας, η απουσία ενός «ίσως» ή «με επιφύλαξη» είναι κυρίαρχη -και λίγες είναι οι εξαιρέσεις τόσο στους γράφοντες ή ομιλούντες όσο και στους ακροατές ή θεατές- αναρωτήθηκα τι θα έκανε ο Σωκράτης, τι θα ένιωθε και τι θα σκεφτόταν αναλογιζόμενος τη ρήση του «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα»(ένα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω).
Τι είναι αυτό λοιπόν που κάνει κάποιους ανθρώπους να μην θέτουν το παραμικρό ερώτημα, να μην έχουν την παραμικρή απορία ή να μη σκέφτονται διόλου την περίπτωση πως θα μπορούσε να υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση για κάποιο ζήτημα; Τι είναι αυτό που κάνει κάποιους ανθρώπους να ασπάζονται την οποιαδήποτε άποψη που έχουν βρει στο διαδίκτυο χωρίς να αναρωτιούνται για την αλήθεια της; Τι είναι αυτό που κάνει κάποιους ανθρώπους να επιδοκιμάζουν κάποιον για κάτι που έγραψε, ακόμη κι αν αυτό ήταν μία «απάντηση της τεχνητής νοημοσύνης»;
Ευθύνεται άραγε η πνευματική νωθρότητα του σύγχρονου ανθρώπου; Ή μήπως ευθύνεται η γρήγορη και μη προσεκτική ανάγνωση ή η έλλειψη κατανόησης της γλώσσας; Ή μήπως η «κακή πίστη», το ψέμα στον ίδιο του τον εαυτό ότι διαβάζει κάτι γιατί θέλει να είναι ενήμερος ή να θεωρείται «καλλιεργημένος»; Ή τελικά ευθύνεται η τάση του ανθρώπου αυτού να ακολουθεί τις απόψεις των άλλων, τη μάζα φοβούμενος να βγει από το «κουτί»; Είναι και το «βόλεμα» μια κάποια «λύσις» αλλά είναι και το κάλεσμα πολλών «ειδικών» στη μη σκέψη, στη χαλάρωση, στη «μαγική σκέψη». Πολλά τα ερωτήματα που μου γεννήθηκαν και θα άξιζαν το καθένα από αυτά μία ενδελεχή προσέγγιση ή και να αποτελέσουν θέμα ενός εργαστηρίου φιλοσοφίας.
Όποια κι αν είναι η αιτία, θα άξιζε τον κόπο να έχουμε πάντα στο νου μας πως κάθε ανθρώπινο ον είναι σκεπτόμενο. Προικισμένο λοιπόν με την ικανότητα αυτή θα μπορούσε να μεταμορφώσει οτιδήποτε αντιλαμβάνεται, οτιδήποτε διαβάζει, οτιδήποτε αισθάνεται σε αντικείμενο σκέψης. Έτσι, δεν θα αφήνεται να ακολουθεί τις σκέψεις των άλλων, να παραλύει από τον φόβο μπροστά στο «άγνωστο» αλλά και στο «οικείο» κάποιες φορές και να ξεχνά να «ασκήσει» τη δική του σκέψη. Αντίθετα, θα μπορεί να διακρίνει το ουσιώδες από το επουσιώδες, το αληθινό από το ψεύτικο, το σοβαρό από το γελοίο, την εμπεριστατωμένη άποψη από την επιφανειακή και επιπόλαιη προσέγγιση. Κι αυτή η τελευταία διάκριση θα ήταν πολύ σημαντική για ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη φύση και την πολυπλοκότητα που τη διακρίνει. Άλλωστε, το να θυμόμαστε ότι έχουμε το ανεκτίμητο αυτό δώρο να «αξιοποιούμε» τη σκέψη μας μας επιτρέπει να διατηρήσουμε την «ανθρωπινότητά» μας.
Ίσως το «δεν γνωρίζω» να είναι η αρχή προς τη γνώση. Ίσως η συνάντηση με τη στάση αυτή του Σωκράτη μπορεί να είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Για τον λόγο τούτο θεωρώ ανεκτίμητες τις συναντήσεις μου στα εργαστήρια αλλά και στα café philo με τους συνανθρώπους μου, γιατί -προσωπικά- μου δίνουν την ευκαιρία να μοιραστώ σκέψεις και προβληματισμούς και να αρχίσουμε μαζί κάθε φορά το ταξίδι προς τη γνώση ενός θέματος. Χωρίς βιασύνη, χωρίς πίεση, χωρίς να πρέπει να καταλήξουμε απαραίτητα κάπου. Ίσως να καταλήξουμε και σε ένα ερώτημα. Αυτό όμως είναι και το νόημα της φιλοσοφίας, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Γιάσπερς «Φιλοσοφία θα πει: να βρίσκεσαι καθ΄οδόν. Τα ερωτήματά της είναι ουσιαστικότερα από τις απαντήσεις της, και κάθε απάντηση μετατρέπεται σε νέο ερώτημα».
Ίσως θα ήταν καλό να αφήνουμε ανοιχτό το παράθυρο της «αμφιβολίας». Ίσως να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Σωκράτη, να κάνουμε περισσότερο χώρο στο «μπορεί», στο «πιθανόν» αλλά και στην προσπάθεια να εξετάζουμε πιο προσεκτικά αυτό που μας συμβαίνει ή αυτό που προσεγγίζουμε κάθε φορά. Σ΄αυτή την περίπτωση ίσως και να ξαφνιάζαμε ευχάριστα τον Σωκράτη… αν ζούσε σήμερα….
Απόσπασμα από την Απολογία Σωκράτους (397-396 πΧ)
«Εγώ όταν άκουσα τον χρησμό, έκανα αυτές τις σκέψεις: τι λέει άραγε ο θεός και τι εννοεί; εγώ ξέρω ότι σοφός δεν είμαι, ούτε πολύ ούτε λίγο, [...] ο θεός όμως δεν είναι δυνατόν να ψεύδεται. Πολύ καιρό απορούσα, κι ύστερα αποφάσισα να το ψάξω το πράγμα αυτό ως εξής: πλησίασα κάποιον από αυτούς που θεωρούνται σοφοί, πιστεύοντας πως έτσι θα ελέγξω το μαντείο και θα απαντήσω στον χρησμό πως αυτός είναι σοφότερος από εμένα, ενώ εσύ είπες εμένα για πιο σοφό. Ενώ λοιπόν τον εξέταζα με τις ερωτήσεις μου αυτόν (δεν θα πω το όνομά του, πάντως ήταν ένας από τους πολιτικούς), μου φάνηκε έξαφνα, ω άνδρες Αθηναίοι, από τη συζήτησή μας, πως ο άνθρωπος αυτός φαινόταν σοφός στον κόσμο, και κυρίως στον ίδιο τον εαυτό του, αλλά σοφός δεν ήταν. Κι ύστερα, προσπάθησα να του δείξω ότι, παρ' όλο που νόμιζε τον εαυτό του σοφό, σοφός δεν ήταν. Κι από αυτό, φυσικά, και τούτος με μίσησε και πολλοί άλλοι απ' όσους ήταν τότε μπροστά. Κι εγώ, καθώς έφευγα, έλεγα μέσα μου: "από αυτόν τον άνθρωπο, είμαι βέβαια σοφότερος. Γιατί κανείς από τους δυο μας δεν ξέρει τίποτα καλό και σωστό, αυτός όμως νομίζει πως ξέρει κάτι χωρίς να ξέρει τίποτα, ενώ εγώ δεν γνωρίζω τίποτα, αλλά τουλάχιστον δεν νομίζω πως ξέρω κάτι". [...] Έπειτα πήγα σε κάποιον άλλο από αυτούς που θεωρούνται σοφοί, έφυγα όμως με την ίδια εντύπωση και απόκτησα το μίσος και αυτού και άλλων πολλών.» (Ἀπολογία, 20-21).
[1] Παραθέτω στο τέλος του κειμένου το σχετικό χωρίο
Σχόλια